- κρανιοσωματικός
- -ή, -ό(ως όρος τής ανθρωπολ.) φρ. «κρανιοσωματικός δείκτης» — η σχέση τού όγκου τού κρανίου, πολλαπλασιαζόμενου επί 100, με τον συνολικό όγκο τού σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek